διαπράττω

διαπράττω
(Α διαπράττω και διαπράσσω)
1. εκτελώ, αποπερατώνω
2. νεοελλ. (για άνοστο ή τετριμμένο λογοπαίγνιο) «τό διέπραξε πάλι»
αρχ.
1. διέρχομαι, περνώ
2. αποπερατώνω, ολοκληρώνω
3. (με απαρέμφατο) κατορθώνω ώστε...
4. μέσ. πετυχαίνω κάτι, αποσπώ από άλλον προς όφελος μου
5. διαπραγματεύομαι
6. καταστρέφω, εξοντώνω
7. μέσ. επιχειρώ και πετυχαίνω σκευωρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διαπράττω — διαπράττω, διέπραξα βλ. πίν. 27 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαπράττω — διέπραξα, διαπράχτηκα, διενέργεια αξιόποινης πράξης: Διέπραξε έγκλημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εγκληματώ — ( έω) 1. διαπράττω έγκλημα 2. διαπράττω κακή ή επιβλαβή πράξη («εγκληματεί εναντίον τής υγείας του») …   Dictionary of Greek

  • ιεροσυλώ — (Α ἱεροσυλῶ, έω) [ιερόσυλος] διαπράττω ιεροσυλία, κλέβω ιερά αντικείμενα από ναό, λεηλατώ ναό νεοελλ. ανοσιουργώ, βεβηλώνω, διαπράττω ασέβεια σε πρόσωπα ή πράγματα ιερά αρχ. φρ. α) «ἱεροσυλῶ τοὺς θεούς» ληστεύω αυτά που ανήκουν στους θεούς β)… …   Dictionary of Greek

  • προδιαπράττω — Α [διαπράττω] διαπράττω, φέρω εις πέρας, κατορθώνω κάτι εκ τών προτέρων …   Dictionary of Greek

  • συνδιαπράσσω — και αττ. τ. συνδιαπράττω Α [διαπράττω / διαπράσσω] 1. διαπράττω κάτι από κοινού με άλλον ή αποπερατώνω κάτι ακόμη 2. διευθύνω, διοικώ από κοινού με άλλον 3. μέσ. συνδιαπράσσομαι διαπραγματεύομαι ταυτόχρονα με άλλον …   Dictionary of Greek

  • άρεκτος — ἄρεκτος, ον (Α) απραγματοποίητος, ανεκτέλεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. αντί άρρεκτος < α στερ. + ρέζω «διαπράττω, πραγματοποιώ κατορθώνω»] …   Dictionary of Greek

  • αδελφογαμώ — ἀδελφογαμῶ ( έω) (Μ) παντρεύομαι την αδελφή μου, διαπράττω αδελφογαμία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφός + γαμῶ. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αδελφογαμία] …   Dictionary of Greek

  • αδιάπρακτος — η, ο [διαπράττω] αυτός που δεν διαπράχθηκε ή δεν είναι δυνατόν να διαπραχθεί, ασυντέλεστος, ακατόρθωτος …   Dictionary of Greek

  • αδικοπραγώ — (Α ἀδικοπραγῶ, έω) διαπράττω αδίκημα, κάνω αδικία, αδικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + πραγία < θ. πέπραγ , πράττω. ΠΑΡ. αρχ. ἀδικοπράγημα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”