διαπράττω — διαπράττω, διέπραξα βλ. πίν. 27 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαπράττω — διέπραξα, διαπράχτηκα, διενέργεια αξιόποινης πράξης: Διέπραξε έγκλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγκληματώ — ( έω) 1. διαπράττω έγκλημα 2. διαπράττω κακή ή επιβλαβή πράξη («εγκληματεί εναντίον τής υγείας του») … Dictionary of Greek
ιεροσυλώ — (Α ἱεροσυλῶ, έω) [ιερόσυλος] διαπράττω ιεροσυλία, κλέβω ιερά αντικείμενα από ναό, λεηλατώ ναό νεοελλ. ανοσιουργώ, βεβηλώνω, διαπράττω ασέβεια σε πρόσωπα ή πράγματα ιερά αρχ. φρ. α) «ἱεροσυλῶ τοὺς θεούς» ληστεύω αυτά που ανήκουν στους θεούς β)… … Dictionary of Greek
προδιαπράττω — Α [διαπράττω] διαπράττω, φέρω εις πέρας, κατορθώνω κάτι εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
συνδιαπράσσω — και αττ. τ. συνδιαπράττω Α [διαπράττω / διαπράσσω] 1. διαπράττω κάτι από κοινού με άλλον ή αποπερατώνω κάτι ακόμη 2. διευθύνω, διοικώ από κοινού με άλλον 3. μέσ. συνδιαπράσσομαι διαπραγματεύομαι ταυτόχρονα με άλλον … Dictionary of Greek
άρεκτος — ἄρεκτος, ον (Α) απραγματοποίητος, ανεκτέλεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. αντί άρρεκτος < α στερ. + ρέζω «διαπράττω, πραγματοποιώ κατορθώνω»] … Dictionary of Greek
αδελφογαμώ — ἀδελφογαμῶ ( έω) (Μ) παντρεύομαι την αδελφή μου, διαπράττω αδελφογαμία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφός + γαμῶ. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αδελφογαμία] … Dictionary of Greek
αδιάπρακτος — η, ο [διαπράττω] αυτός που δεν διαπράχθηκε ή δεν είναι δυνατόν να διαπραχθεί, ασυντέλεστος, ακατόρθωτος … Dictionary of Greek
αδικοπραγώ — (Α ἀδικοπραγῶ, έω) διαπράττω αδίκημα, κάνω αδικία, αδικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + πραγία < θ. πέπραγ , πράττω. ΠΑΡ. αρχ. ἀδικοπράγημα] … Dictionary of Greek